κλινοζωισίτης

κλινοζωισίτης
ο
(ορυκτ.) αργιλοπυριτικό ορυκτό τού ασβεστίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως και αντιδάνεια ως προς το α' συνθετικό, πρβλ. αγγλ. clinozoisite < γερμ. Klinozoisit < klin(o) (πρβλ. κλιν[o]- < κλίνω) + zoisit (< κύριο όν. Baron Sigismund Zois von Edelstein, που ήταν Σλοβενός ευγενής) + κατάλ. -it].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”